Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρὸς χάριν

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • μεταμοντερνισμός — Όρος ή σύστημα ιδεών που εμφανίζεται σε ποικίλα πεδία, μεταξύ των οποίων η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η μουσική, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία, οι επικοινωνίες, η μόδα και η τεχνολογία. Ο μ. αναδύθηκε από το κίνημα του μοντερνισμού …   Dictionary of Greek

  • ՇՆՈՐՀ — (ի, իւ կամ աւ, աց, օք.) NBH 2 0481 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ՇՆՈՐՀ χάρις, χάρισμα gratia, beneficium եւ venustas, jucunditas. (գրի եւ ՇՆՈՀ. որպէս եւ Աշխարհն՝ Աշխարհ: Արմատն է ʼի մեզ Շէ՛ն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …   Dictionary of Greek

  • αυταπάρνηση — η 1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία 2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος 3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απάρνηση (… …   Dictionary of Greek

  • αυτόγραφος — η, ο (AM αὐτόγραφος, ον) Ι. ο γραμμένος με τα ίδια τα χέρια κάποιου, ιδιόχειρος II. το ουδ. ως ουσ. το αυτόγραφο (Α τὸ αὐτόγραφον) 1. νεοελλ. α) κείμενο ή κείμενα γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή προσωπικότητα β) η υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»